- καλοζυγιάζω
- καλοζυγίζω μετ. прям. перен. хорошо взвешивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοζυγιάζω — και καλοζυγίζω καλοζύγιασα και καλοζύγισα, καλοζυγιάστηκα και καλοζυγίστηκα, καλοζυγιασμένος και καλοζυγισμένος, ζυγίζω καλά: Μας τα δίνει καλοζυγισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοζυγιάζω — και καλοζυγίζω 1. ζυγίζω κάτι καλά και με ακρίβεια 2. είμαι ακριβής στα ζύγια μου 3. μτφ. σταθμίζω κάτι στον νου μου με ακρίβεια, υπολογίζω κάτι σωστά, τό αναμετρώ με προσοχή … Dictionary of Greek
καλοζύγιαστος — και καλοζύγιστος, η, ο [καλοζυγιάζω] 1. (για πράγματα) αυτός που έχει ζυγιστεί με ακρίβεια, καλοζυγισμένος 2. μτφ. (για λόγους, σκέψεις, πράξεις) στοχαστικός, συνετός, καλοζυγισμένος, σταθμισμένος στον νου με σύνεση και προσοχή («καλοζύγιαστα… … Dictionary of Greek